υπερεξηκοντούτης

υπερεξηκοντούτης
ο / ὑπερεξηκοντέτης, -ες, ΝΑ
αυτός που έχει ηλικία μεγαλύτερη από εξήντα χρονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἑξηκοντούτης, ἑξηκονταέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”